- περιχαρακτήρ
- ὁ, Αοδοντιατρικό εργαλείο για περικοπή τών ούλων πριν από την εξαγωγή δοντιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < περιχαράσσω + επίθημα -τήρ (πρβλ. φρακ-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιχαρακτῆρα — περιχαρακτήρ instrument for detaching masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιχαρακτῆρι — περιχαρακτήρ instrument for detaching masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιχαρακτήριον — τὸ, Α [περιχαρακτήρ] ο περιχαρακτήρ* … Dictionary of Greek